σπίλωμα

σπίλωμα
το
1. ρύπανση.
2. μτφ., κηλίδωμα, αμαύρωση: Δε θα επιτρέψει το σπίλωμα του ονόματός του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπίλωμα — το, ΝΑ [σπιλῶ, ώνω] ηθικό στίγμα, καταισχύνη …   Dictionary of Greek

  • σπιλωμάτων — σπίλωμα defilement neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιλώματα — σπίλωμα defilement neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπιλωμάτωση — η, Ν [σπίλωμα] ιατρ. η δημιουργία σπίλου στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • ԲԾԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 492 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. σπίλωμα macula, labes, naevus Բծաւոր կամ արատաւոր լինելն. արատաւորութիւն, պակասութիւն, աղտեղութիւն, եւ ախտաւորութիւն. *Զիւր բծաւորութիւնն, եւ զոչ յաջողելն ʼի ճանապարհ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σπίλωση — η σπίλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”